Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

τό κρασί σηκώνει

  • 1 σηκώνω

    μκτ.
    1) поднимать; держать (груз и т. п.);

    σηκώνω (ο)λίγο — приподнимать;

    σηκώνω τα χέρια ψηλά — поднимать руки вверх;

    σηκώνω τον γιακά — поднимать воротник;

    σηκών άγκυρα (πανιά) — поднимать якорь (паруса);

    σηκώνω τό ποτήρι — поднимать бокал;

    σήκωνα μιαν ώρα το παιδί целый час держал ребёнка на руках;

    σηκώνω σκόνη — поднимать пыль;

    2) строить, воздвигать, возводить;
    σήκωσε ένα τοίχο τρία μέτρα он построил стену высотой в три метра; 3) надстраивать; 4) подбирать (платье); засучивать (рукава); 5) перен. поднимать, вызывать, производить (шум и т. п.); 6) перен. поднимать, будить; 7) поднимать, повышать;

    σηκών τη φωνή — повышать голос;

    8) перен. поднимать против (кого-л.);
    9) перен. выносить, выдерживать, терпеть;

    σηκώνω αστεία — сносить шутки, насмешки;

    10) брать (деньги, ссуду из банка);
    одалживать (деньги); занимать;

    § σηκώνω χέρι σε κάποιον — поднимать на кого-л. руку; — замахиваться на кого-л.;

    σηκώνω κεφάλι — поднимать голову; — осмелеть; — выступать против;

    σηκώνω τό ανάστημα μου — подниматься во весь рост, распрямляться;

    σηκώνω στο πόδι — поднимать на ноги;

    σηκώνω τα όπλα εναντίον κάποιου — поднимать оружие против кого-л.;

    σηκώνω τα μυαλά κάποιου — сводить кого-л. с ума;

    σηκώνω τό στρώμα — убирать постель;

    σηκώνω τό τραπέζι — убирать со стола;

    σηκώνω τούς ώμους μου — пожимать плечами;

    δε σηκώνει κεφάλι από το βιβλίο — он головы от книги не поднимает, он усердно занимается;

    δεν με σηκώνει το κλίμα εδώ — здешний климат мне не подходит;

    όσα σηκώνει ο νούς — сколько можно вообразить себе;

    ο σιναπισμός σήκωσε горчичник вызвал ожог;
    στις πέντε ακριβώς θα σηκώσουν το νεκρό вынос тела ровно в пять;

    τό κρασί σηκώνει νερό — вино можно разбавить водой;

    σηκώνει ακόμα αλεύρι — можно добавить ещё муки;

    δεν θα σηκώσω ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι я даже пальцем не пошевелю;

    σηκώνομαι

    1) — подниматься, вставать;

    2) подниматься (после болезни), поправляться, выздоравливать;
    3) подниматься, возникать (о ветре, буре, шуме); § αυτός είναι σήκω-σήκω, κάτσε-κάτσε он готов выполнить любой приказ

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σηκώνω

  • 2 νερό

    τό
    1) вода;

    νερό πηγαδήσιο — колодезная вода;

    πόσιμο νερό — питьевая вода;

    γλυκό νερό — пресная вода;

    βρασμένο νερό — кипячёная вода;

    μεταλλικό νερό — минеральная вода;

    νερό τρεχούμενο — проточная вода;

    η στάθμη τού νερού — уровень воды;

    πέφτω στα νερά упасть в воду, в лужу;
    2) дождь;

    αν ρίξει ο Μάρτης δυό νερά... — если в марте раза два пойдёт дождь...;

    3) моча;
    4) мочеиспускание;

    κάνω το νερό μου — мочиться;

    πάω προς νερού μου — идти в туалет, в уборную;

    5) πλ. отлив, перелив;

    ΰφασμα με νερά — муаровая ткань;

    τό ατλάζι κάνει ωραία νερά — атлас красиво переливается;

    6) πλ. мор. ватерлиния;
    7) πλ. мор. кильватер;

    § ιαματικά νερά — воды (курорт);

    ναύτης (γιατρός, δικηγόρος κ.τ.λ.) τού γλυκού νερου — горе-моряк (-врач, -адвокат и т. п.);

    μιά νέα σαν το κρύο νερό — молодая красивая девушка, девушка кровь с молоком;

    κάνω μιά τρύπα στο νερό — толочь воду в ступе, делать что-л, впустую, напрасно;

    η βάρκα κάνει νερά — лодка дала течь;

    τό κρασί σηκώνει νερό — вино можно разбавить водой;

    αυύτη η δουλειά σηκώνει νερό — на этом можно заработать;

    αυτό σηκώνεινερό — это ещё как сказать!;

    βάζω 'со νερό στ' αυλάκι — налаживать дело;

    βάλε νερό στο κρασί σου — умерь свой аппетит, пыл; — сбавь тон;

    έκανέ νερά — он спасовал;

    έχει χάσει τα νερά του — он сам не свой;

    τον έφερα στα ( — или με τα) νερά μου — я сделал его своим единомышленником; — я его склонил на свою сторону;

    δεν δίνει ο6*τε τού αγγέλου τού νερό — у него зимой снега не выпросишь;

    ξέρω το μάθημα μου νερό ( — или νεράκι) — знать урок на зубок, как свои пять пальцев;

    αυτό θα πουληθή χίλιες δραχμές μεσ' στο νερό — это наверняка можно продать за тысячу драхм;

    κουβαλώ ( — или χύνω) νερό στο μύλο κάποιου — лить воду на чью-л. мельницу

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > νερό

См. также в других словарях:

  • σηκώνω — ΝΜ 1. υψώνω, μετακινώ από κάτω προς τα πάνω (α. «είχε πέσει κάτω και τό σήκωσα» β. «σηκώνω τὸ πινάκιν μου καὶ βλέπω τὸ σκουτέλιν», Θ. Πρόδρ.) νεοελλ. 1. καλώ ή αναγκάζω κάποιον καθιστό να αφήσει τη θέση του και να σταθεί όρθιος («τόν σήκωσα από… …   Dictionary of Greek

  • σηκώνω — σήκωσα, σηκώθηκα, σηκωμένος 1. υψώνω: Σήκωσε τα χέρια ψηλά. – Σήκωσαν ψηλά τις σημαίες. 2. βαστάω κάποιο βάρος ή μπορώ να το μεταφέρω: Μπορεί να σηκώσει μόνος του αυτό το τσουβάλι. – Σηκώνω το σταυρό του μαρτυρίου. 3. εγείρω, ξυπνάω κάποιον:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός …   Dictionary of Greek

  • όνος — ο (ΑΜ ὄνος, Α και ὄνος, ή) 1. λόγια ονομασία τού γαιδάρου 2. γένος ψαριών, αλλ. ονίσκος 3. στον πληθ. ως κύριο όν. Όνοι αστρον. δύο αστέρες που ανήκουν στον αστερισμό τού Καρκίνου 4. φρ. α) «όνου σκιά» καθετί το ανύπαρκτο ή ευτελές και ασήμαντο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»